Η ιστορία της Αθήνας
Η Αθήνα είναι η πόλη με τη μεγαλύτερη ιστορία της Ευρώπης, και μιας από τις μεγαλύτερες του κόσμου, αφού κατοικείται συνεχώς για πάνω από 3.000 χρόνια. Η πόλη κατάφερε να γίνει η ηγετική πόλη της Αρχαίας Ελλάδας στην πρώτη χιλιετία π.Χ., ενώ τα πολιτιστικά της επιτεύγματα κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα π.Χ. έθεσαν τα θεμέλια του δυτικού πολιτισμού.
Την περίοδο του Μεσαίωνα και της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η πόλη έπεσε σε παρακμή για να επανέλθει στο προσκήνιο κατά τη διάρκεια των Σταυροφοριών, επωφελούμενη κυρίως από το ιταλικό εμπόριο. Στη συνέχεια και αφού πέρασε μια περίοδο ύφεσης υπό την κατοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Αθήνα εμφανίζεται ξανά τον 19ο αιώνα ως η πρωτεύουσα του νέου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Τα πρώτα χρόνια
Η ιστορία της αρχαίας Αθήνας ξεκίνά τη Νεολιθική εποχή ως ένας οικισμός στο λόφο-φρούριο της Ακρόπολης στα μισά περίπου μεταξύ της 4ης και της 3ης χιλιετίας π.χ. Η Ακρόπολη διέθετε φυσική αμυντική θέση και ο οικισμός από εκεί εξουσίαζε τις γύρω πεδιάδες. Ο οικισμός ήταν περίπου 20 χιλιομετρα μακρυά από τον Σαρωνικό κόλπο, στο κέντρο της λεκανοπεδίου, που περιβαλλόταν από ποταμούς. Στα ανατολικά βρισκόταν το βουνό του Υμηττού, ενώ στα βόρεια το όρος Πεντελικό (η σημερινή Πεντέλη). Ο ποταμός Κηφισός, διέσχιζε από τα αρχαία χρόνια την πόλη.
Η αρχαία Αθήνα κάλυπτε μια πολύ μικρή περιοχή σε σχέση με τη σύγχρονη Αθήνα ενώ τα τοίχη της προστάτευαν μια έκταση περίπου 2 τετρ. χιλιομέτρων, με την Ακρόπολη να βρίσκεται λίγο νοτιότερα από το κέντρο της πόλης. Η Αρχαία Αγορά, που αποτελούσε το εμπορικό και κοινωνικό κέντρο της πόλης, βρισκόταν περίπου 400μ βόρεια της Ακρόπολης, εκεί που βρίσκεται σήμερα το Μοναστηράκι. Ο λόφος της Πνύκας, όπου συνεδρίαζε η συνέλευση της αθηναϊκης δημοκρατίας μερικούς αιώνες αργότερα, βρισκόταν στο δυτικό άκρο της πόλης.
Πρώιμη Εποχή
Η Ακρόπολη της Αθήνας κατοικήθηκε από τη Νεολιθική εποχή. Μέχρι το 1400 π.Χ. η Αθήνα είχε γίνει ένα ισχυρό κέντρο του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Σε αντίθεση με άλλες μυκηναϊκές πόλεις, όπως οι Μυκήνες και η Πύλος, η Αθήνα δεν κατακτήθηκε από τους Δωριείς εισβολείς που κατέβηκαν στην Ελλάδα το 1200 π.Χ., και οι Αθηναίοι πάντα υποστήριζαν ότι ήταν αγνοί Ίωνες, χωρίς κανένα δωρικό στοιχείο. Ωστόσο, η Αθήνα έχασε ένα μεγάλο μέρος της δύναμής της και συρικνώθηκε σε ένα μικρό οικισμό γύρω από την Ακρόπολη.
Τον 8ο π.Χ. αιώνα η Αθήνα αρχίζει αναπτύσσεται εκ νέου, λόγω της κεντρικής θέσης στον ελαδικό χώρο, της ασφαλούς θέσης που τις εξασφάλιζαν τα τείχη της Ακρόπολης και της πρόσβασης στη θάλασσα, που της έδωσε ένα φυσικό πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων της, της Θήβας και της Σπάρτης. Έτσι γίνεται μια κυρίαρχη στην Ελλάδα πόλη-κράτος και εξουσιάζεται από βασιλείς. Οι βασιλείς της Αθήνας ήταν οι επικεφαλής μιας αριστοκρατίας που είχε στα χέρια της την ιδιοκτησία της γης και ήταν γνωστοί ως "Ευπατρίδες". Οι ευπατρίδες συγκροτούσαν ένα όργανο εξουσίας που ονομαζόταν "Συμβούλιο" και συνεδρίαζε στο λόφο του Άρη που ονομάζόταν "Άρειος Πάγος". Το όργανο αυτό καθόριζε τον δήμαρχο της πόλης, τους άρχοντες και τον στρατηγό - αρχηγό του στρατεύματος, ενώ αποτελούσε και το ανώτατο δικαστήριο.
Την περίοδο αυτή η Αθήνα κατόρθωσε να συμμαχήσει με πολλές άλλες ελληνικές πόλεις-κράτη δημιουργώντας μια μεγάλη συμμαχία, της οποίας είχε και την αρχηγία. Με το τρόπο αυτό κατάφερε να προσελκύσει πολίτες από άλλες περιοχές που έρχονταν να κατοικήσουν στην πόλη δημιουργώντας έτσι τη μεγαλύτερη και πλουσιότερη πόλη-κράτος στην ηπειρωτική Ελλάδα. Οι κάτοικοι αυτοί που ασχολούνταν κυρίως με τη ναυτιλία και το εμπόριο απέκτησαν σιγά σιγά οικονομική άνεση, αλλά ήταν αποκλεισμένοι από κάθε πολιτική δραστηριότητα που αποτελούσε μόνο προνόμιο της αριστοκρατίας.
Έτσι, τον 7ο αιώνα π.Χ. πραγματοποιείται μεγάλη κοινωνική αναταραχή, και ο Άρειος Πάγος διορίζει το Δράκωνα να συντάξει την πρώτη νομοθεσία, αφού μέχρι τότε ίσχυαν οι άγραφοι νόμοι του Άρειου Πάγου. Οι "νόμοι του Δράκωνα" ήταν πολύ αυστήροι, με αποτέλεσμα o Άρειος Πάγος υπό την πίεση των πολιτών να καλέσει στη συνέχεια το Σόλωνα με σκοπό να δημιουργήσει το πρώτο σύνταγμα της Αθήνας (το 594 π.Χ.).
Μεταρύθμιση και δημοκρατία
Οι μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα ασχολήθηκαν τόσο με πολιτικά όσο και με οικονομικά ζητήματα. Η οικονομική ισχύς της Ευπατρίδων μειώθηκε, με την κατάργηση της δουλείας ως τιμωρία για χρέη, τον αναδασμό μεγάλων κτημάτων και την ανάπτυξη του εμπορίου και της οικονομίας, ενώ μια νέα "αστική τάξη" με οικονική ευημερία κάνει σιγά-σιγά την εμφάνισή της. Πολιτικά, ο Σόλων διαχώρισε τους Αθηναίους σε τέσσερις (4) διαφορετικές τάξεις, ανάλογα με τον πλούτο τους και την ικανότητά τους να εκτελούν στρατιωτικές υπηρεσίες. Η φτωχότερη τάξη ήταν οι Θήτες που αποτελούσαν και την πλειοψηφία του πληθυσμού της Αθήνας, οι οποίοι με τους νόμους του Σόλωνα απέκτησαν για πρώτη φορά πολιτικά δικαιώματα και μπορούσαν να ψηφίσουν στην Εκκλησία του Δήμου αλλά δεν μπορούσαν να αποκτήσουν πολιτικά αξιώματα. Ο Άρειος Πάγος συνέχισε να υπάρχει, με μειωμένες όμως αρμοδιότητες άσκησης εξουσίας αλλά παρέμεινε το ανώτατο δικαστήριο της Αθήνας.
Το νέο πολιτικό σύστημα, έβαλε τα θεμέλια για τη δημιουργία της αθηναϊκής δημοκρατίας, αλλά δεν μπόρεσε να αποφύγει τις κοινωνικές συγκρούσεις. Έτσι, μετά από 20 χρόνια αναταραχών το δημοκρατικό κόμμα υπό την ηγεσία του Πεισίστρατου, ξαδέλφου του Σόλωνα, κατέλαβε την εξουσία (το 541 π.Χ.). Ο Πεισίστρατος, αν και απέκτησε την εξουσία με τη βία (γι αυτό και είναι γνωστός με το όνομα τύρρανος), ήταν στην πραγματικότητα ένας πολύ δημοφιλής ηγεμόνας, που έκανε την Αθήνα πλούσια, ισχυρή, κέντρο πολιτισμού, ενώ στα χρόνια του εγκαθιδρύθηκε και η αθηναϊκή ναυτική υπεροχή στο Αιγαίο. Ο Πεισίστρατος διατήρησε το σύνταγμα του Σόλωνα, αλλά συγκέντρωσε αυτός και η οικογένειά του όλα τα ανώτατα κρατικά αξιώματα.
Ο Πεισίστρατος πέθανε το 527 π.Χ. και τον διαδέχθηκαν οι γιοί του Ιππίας και Ίππαρχος. Οι διάδοχοι στο θρόνο αποδείχθηκαν πολύ κατώτεροι των περιστάσεων. Έτσι, το 514 π.Χ. ο Ίππαρχος δολοφονήθηκε από τους "τυρρανοκτόνους", τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτων και ο Ιππίας βρέθηκε μόνος του στην εξουσία. Η διακυβέρνησή του Ιππία ήταν εξαιρετικά αντιδημοφιλής, με αποτέλεσμα να ανατραπεί το 510 π.Χ. με τη βοήθεια και της Σπάρτης. Την εξουσία ανέλαβε τότε ο Κλεισθένης, ένας πολιτικός με αριστοκρατική καταγωγή αλλά και ριζοσπαστικές πολιτικές ιδέες, που θεωρείται ο θεμελιωτής της δημοκρατίας στην Αθήνα.
Ο Κλεισθένης στις μεταρρυθμίσεις του αντικατέστησε τις παραδοσιακές 4 φυλές της Αθήνας με 10 νέες φυλές, που πήραν το όνομά τους από αντίστοιχους θρυλικούς ήρωες και δεν είχαν ως βάση τις κοινωνικές τάξεις. Κάθε φυλή χωριζόταν σε 3 τρίτες, και κάθε τρίτη είχε έναν ή περισσότερους δήμους, ανάλογα με τον πληθυσμό της, που αποτελούσαν τη βάση της τοπικής εξουσίας. Κάθε φυλή εξέλεγε 50 αντιπροσώπους στη Βουλή, ένα πολιτικό όργανο που λειτουργούσε σε καθημερινή βάση.
Η συνέλευση της Βουλής ήταν ανοιχτή σε όλους τους πολίτες και αποτελούσε νομοθετικό όργανο και ανώτατο δικαστήριο, εκτός από περιπτώσεις δολοφονιών και θρησκευτικών ζητημάτων, τα οποία εκδικάζονταν στον Αρειο Πάγο. Η συνέλευση ψήφιζε και τους 10 στρατηγούς, που αποτελούσαν την ηγεσία του στρατεύματος της πόλης. Το σύστημα αυτό παρέμεινε αξιοσημείωτα σταθερό για 170 χρόνια, έως ότου ο Μέγας Αλέξανδρος κατακτήσει την Αθήνα το 338 π.Χ..
Η Κλασσική Εποχή
Πριν την άνοδο της Αθήνας, η άλλη μεγάλη πόλη της Ελλάδας η Σπάρτη θεωρούσε εαυτόν την ηγέτιδα πόλη των Ελλήνων. Το 499 π.Χ. η Αθήνα έστειλε στρατεύματα για να ενισχύσει τις ελληνικές πόλεις Ιώνων της Μικράς Ασίας, που δέχονταν επίθεση από την Περσική αυτοκρατορία. Αυτό οδήγησε σε δυο περσικές επιδρομές εναντίον της ηπειρωτικής Ελλάδας, από τις οποίες οι περσικές δυνάμεις ηττήθηκαν από τον αθηναϊκό στρατό και τους συμμάχους τους.
Πιο συγκεκριμένα, το 490 π.Χ. οι Αθηναίοι, με επικεφαλής το στρατηγό Μιλτιάδη, κατάφεραν να αποκρούσουν την πρώτη εισβολή των Περσών, που καθοδηγούνταν από το βασιλιά Δαρείο στη μάχη του Μαραθώνα. Δέκα χρόνια αργότερα, το 480 π.Χ. οι Πέρσες επέστρεψαν κάτω από τις διαταγές ενός νέου ηγεμόνα, του Ξέρξη. Οι Πέρσες έπρεπε να περάσουν από το στενό των Θερμοπυλών για να εισβάλουν στην Αθήνα. Μπροστά στην στρατιωτική υπεροχή του περσικού στρατου, η Αθήνα ζήτησε στρατιωτική βοήθεια από τη Σπάρτη. Οι Σπαρτιάτες δεν ήταν διατεθημένοι να βοηθήσουν ουσιαστικά την αντίπαλό τους Αθήνα και έτσι δεν έστειλαν βοήθεια παρά 300 μόνο άνδρες. Οι 300 Σπαρτιάτες και οι συμμάχοι τους με αρχηγό το βασιλιά της Σπάρτης Λεωνίδα, εμπόδισαν στη στενή δίοδο των Θερμοπυλών τους 200.000 άνδρες του Ξέρξη να περάσουν προς την Αθήνα για αρκετές ημέρες. Τελικά όλοι οι Σπαρτιάτες πλην ενός σκοτώθηκαν στη μάχη των Θερμοπυλών, με αποτέλεσμα οι Αθηναίοι να εγκαταλήψουν την πόλη τους για να προστατεύσουν το στόλο τους, η οποία και κατελήφθη από τους Πέρσες. Στη συνέχεια, ακολούθησε η μεγάλη νίκη των Αθηναίων στη θάλασσα, στην ναυμαχία της Σαλαμίνας με επικεφαλής το στρατηγό Θεμιστοκλή και η καταστροφή του περσικού στόλου, που οδήγησε τον Ξέρξη σε οριστική υποχώρηση. Οι νίκες της Αθήνας κατά των Περσών, είχαν ως αποτέλεσμα να περάσει η ηγεμονία της Ελλάδας από τη Σπάρτη στην Αθήνα, η οποία δημιούργησε τη "Συμμαχία της Δήλου" με όλα τα νησιά του Αιγαίου και τις περισσότερες πόλεις-κράτη της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Η περίοδος που ακολούθησε το τέλος των περσικών πολέμων και μέχρι την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Μακεδόνες σηματοδότησε τη μεγάλη ακμή της Αθήνας και την καθιέρωσε ως μεγάλο πνευματικό κέντρο της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας, του θεάτρου, της ποίησης και των τεχνών. Η πολιτική σάτιρα μάλιστα μέσω του θεάτρου, είχε πολύ μεγάλη επίδραση στην κοινή γνώμη την περίοδο εκείνη και έπαιζε σημαντικό ρόλο στα πολιτικά δρώμενα της πόλης. Κατά την περίοδο αυτή στην Αθήνα έζησαν μερικές από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της πολιτισμικής και πνευματικής ιστορίας του ελληνικού αλλά και ευρωπαϊκού πολιτισμού: οι θεατρικοί συγγραφείς Αισχύλος, Αριστοφάνης, Ευριπίδης και Σοφοκλής, οι φιλοσόφοι Αριστοτέλης, Πλάτωνας και Σωκράτης, οι ιστορικοί Ηρόδοτος, Θουκυδίδης και Ξενοφών, ο ποιητής Σιμωνίδης, ο γλύπτης Φειδίας κ.α. Η ηγετική φυσιογνωμία της περιόδου αυτής ήταν ο πολιτικός Περικλής, αρχηγός της Αθηναϊκής Συμμαχίας που χρησιμοποίησε τα χρήματα που καταβάλλονταν από τα μέλη από της "Συμμαχίας της Δήλου" για την κατασκευή μεγάλων μνημείων της εποχής εκείνης μεταξύ των οποίων και ο Παρθενώνας.
Η δυσαρέσκεια των άλλων πόλεων της Ελλάδας από την ηγεμονία της Αθήνας οδήγησαν στον Πελοποννησιακό Πόλεμο το 431 π.Χ., ο οποίος βρήκε την Αθήνα και τους συμμάχους της από τα νησιά του Αιγαίου, εναντίον ενός συνασπισμού πόλεων-κρατών της ηπειρωτικής Ελλάδας, με επικεφαλής τη Σπάρτη. Ο πόλεμος μεταξύ των δύο συμμαχιών βρήκε νικήτρια τη συμμαχία της Σπάρτης και σήμανε το τέλος της αθηναϊκής ηγεμονίας στην Ελλάδα.
Η δημοκρατία στη Αθήνα ανατράπηκε από ένα πραξικόπημα το 411 π.Χ. κατά τη διάρκεια του πολέμου λόγω των λάθως χειρισμών στον πόλεμο, αλλά γρήγορα αποκαταστάθηκε. Ο πόλεμος τελείωσε με την πλήρη ήττα της Αθήνας στα 404 π.Χ.. Η ήττα στον πόλεμο αποδόθηκε στους δημοκρατικούς πολιτικούς, όπως ο Κλέων και ο Κλεοφών, με αποτέλεσμα να υπάρξει έντονη αντίδραση κατά των δημοκρατικών. Πολλοί δημοκρατικοί πολιτικοί και στρατιωτικοί φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν και οι συντηρητικοί με τη βοήθεια των Σπαρτιατών επέβαλαν την εξουσία των "30 Τυρράνων". Το 403 π.Χ., η δημοκρατία αποκαταστάθηκε από τον Θρασύβουλο, και δόθηκε αμνηστία σε όσους εκδιώχθηκαν.
Λόγω της ιμπεριαλιστικής πολιτικής της Σπάρτης, οι πρώην σύμμαχοι της στους Πελλοπονησιακούς πολέμους στράφηκαν εναντίον της, και συμμάχησαν με την Αθήνα όπως η Θήβα, το Άργος και η Κόρινθος, με αποτέλεσμα τους Κορινθιακούς Πολέμους (395 - 387 π.Χ.). Οι πόλεμοι αυτοί βοήθησαν στη δημιουργία μιας νέας Αθηναϊκής Συμμαχίας. Τελικά, η Θήβα νίκησε τη Σπάρτη στη μάχη των Λεύκτρων και απέκτησε την ηγεμονία στην Ελλάδα. Η ηγεμονία της Θήβας τελείωσε το 362 π.Χ. με τη νίκη των Σπαρτιατών και των ΑΘηναίων εναντίων του Θηβαίων στη μάχη της Μαντίνειας και το θάνατο του στρατιωτικού ηγέτη της Θήβας, Επαμεινώνδα.
Ωστόσο, γύρω στα μέσα του αιώνα, το βασίλειο των Μακεδόνων που άνθιζε στη βόρεια Ελλάδα, άρχισε να παίζει σημαντικό ρόλο στην Αθηναϊκή πολιτική παρά της προειδοποιήσεις του τελευταίου μεγάλου αθηναίου πολιτικού Δημοσθένη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το 338 π.Χ. οι στρατιές του Φιλίππου ΙΙ, βασιλιά της Μακεδονίας να νικήσουν το στρατό των άλλων ελληνικών πόλεων στη μάχη της Χαιρώνειας, και οι Μακεδόνες να κατακτήσουν την Αθήνα. Την ίδια τύχη είχε λίγο αργότερα και η Σπάρτη, η οποία ηττήθηκε από τους Μακεδόνες στη μάχη της Σελλασίας. Στα χρόνια που ακολούθησαν ο γιός του Φιλίππου Αλέξανδρος ο Μέγας, με τις κατακτήσεις του διεύρυνε τα όρια της ελληνικής επιρροής στα βάθη της Ασίας, με αποτέλεσμα να περάσουν σε δευτερεύοντα ρόλο οι πόλεις της Ελλάδας. Τα χρόνια αυτά, η Αθήνα παρέμεινε μια πλούσια πόλη με λαμπρή πολιτιστική ζωή, αλλά έπαψε να είναι ανεξάρτητη. Τελικά, τον 2ο αιώνα π.Χ., και ύστερα από 200 χρόνια μακεδονικής κυριαρχίας η Ελλάδα κατακτήθηκε από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Η Αθήνα κατά τη Ρωμαϊκή Κυριαρχία
Κατά την περίοδο 88 - 85 π.Χ., τα περισσότερα κτίρια και οχυρώσεις της Αθήνας, ήταν υπό την κατοχή του Ρωμαίου διοικητή Σύλλα, ενώ πολλά κτίρια και μνημεία είχαν μείνει ανέπαφα. Κατά τη ρωμαϊκή κατόχή, στην Αθήνα είχε δοθεί ο τίτλος της "ελεύθερης πόλης", λόγω του μεγάλου θαυμασμού των Ρωμαίων για τον πολιτισμό της, τα σχολεία και τις σχολές της. Ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Ανδριανός, κατασκεύασε πολλά έργα στην Αθήνα όπως βιβλιοθήκες, γυμναστήρια, το υδραγωγείο το οποίο χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα, ναούς και ιερά, γέφυρες ενώ χρηματοδότησε την κατασκευή του ναού του Ολυμπίου Διός.
Η πόλη έπαθε σημαντικές καταστροφές το 267 μ.Χ. με την επέλαση των Ερούλων με αποτέλεσμα να καούν πολλά δημόσια κτήρια, να λεηλατηθεί η κάτω πόλη και να καταστραφεί μέρος της Αγοράς και της Ακρόπολης. Μετά την επίθεση, ένα μεγάλο μέρος των τειχών της πόλης χτίστηκε βεβιασμένα στη βόρεια πλευρά, αφήνοντας εκτός των τειχών ένα μικρό μέρος της Αγοράς.
Η Αθήνα παρέμεινε το κέντρο της εκπαίδευσης και της φιλοσοφίας κατά τη διάρκεια των 500 ετών της ρωμαϊκής κυριαρχίας, ενώ πολλοί αυτοκράτορες όπως ο Νέρων και ο Ανδριανός προχώρησαν στην κατασκευή μεγάλων έργων για την πόλη. Αλλά όταν στη ρωμαική αυτοκρατορία κυριάρχισε η θρησκεία του Χριστιανισμού, η Αθήνα θεωρήθηκε το κέντρο των ειδωλολατρών - παγανιστών, και ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός έκλεισε το 529 μ.Χ. όλα τα σχολεία και τη φιλοσοφική σχολή της Αθήνας. Το γεγονός αυτό που οδήγησε σε πολιτιστική και πνευματική παρακμή την πόλη σηματοδότησε και το τέλος της ιστορίας της αρχαίας Αθήνας.
Η Αθήνα τα Βυζαντινά Χρόνια
Από το 529 μ.Χ., η Αθήνα περνά κάτω από την εξουσία των Βυζαντινών και αρχίζει να χάνει την αίγλη της. Σημαντικά κτήρια όπως ο Παρθενώνας και το Ερέχθειον μετατράπηκαν σε εκκλησίες. Την περίοδο αυτή η Αθήνα μετατράπηκε σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, και πολλά από τα έργα τέχνης της μεταφέρθηκαν από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες στην Κωνσταντινούπολη.
Επιπλέον, αν και οι Βυζαντινοί διατηρούσαν τον έλεγχο του Αιγαίου και των νησιών, κατά τη διάρκεια του 7ου-8ου αιώνα ο έλεγχος αυτός δεν εκτεινόταν πολύ πέρα από τις ακτές. Από το 600 μ.Χ. η πόλη συρρικνώθηκε προς το εσωτερικό λόγω των επιδρομών που δεχόταν από τους Άραβες και τους Σλάβους, και έγινε μια σκιά του παλιού ένδοξου παρελθόντος της.
Τον 7ο αιώνα, σχεδόν ολόκληρη η Ελλάδα δεχόταν επιθέσεις από σλαβικές φυλές που έρχονταν από το βορρά, με αποτέλεσμα να αρχίσει μια περίοδος ανασφάλειας και αβεβαιότητας για την Αθήνα. Η περίοδος αυτή κράτησε μέχρι τα μέσα του 9ου αιώνα, όπου επανακτήθηκε ο έλεγχος της Ελλάδας από τη βυζαντινή αυτοκρατορία, με αποτέλεσμα η Αθήνα να αρχίσει να επεκτείνεται και να αναπτύσσεται ξανά.
Οι εισβολές των Τούρκων, μετά την μάχη των Μάνζικερτ το 1071 με τους Βυζαντινούς και τα επακόλουθα των εμφυλίων πολέμων δεν επηρέασαν σημαντικά την Αθήνα. Μάλιστα κατά την περίοδο που ανέλαβε την εξουσία η δυναστεία των Κομνηνών, (Αλέξιος, Ιωάννης και Εμμανουήλ) η Αθήνα αλλά και η υπόλοιπη Ελλάδα γνώρισαν μεγάλη ευημερία.
Οι ιστορικές μελέτες αναφέρουν ότι η μεσαιωνική πόλη της Αθήνας γνώρισε μια περίοδο ταχείας ανάπτυξης, από τον 11ο μέχρι και το τέλος του 12ου αιώνα. Η Αγορά της Αθήνας αρχίζει να χτίζεται ξανά και σύντομα η πόλη έγινε ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο ικανό να προσελκύσει τους Ενετούς και διάφορους άλλους επιχειρηματίες που σύχνάζαν στα λιμάνια του Αιγαίου. Η αύξηση του εμπορίου επηρέασε σημαντικά την οικονομική ευημερία της πόλης.
Οι δύο αυτοί αιώνες ήταν και οι χρυσοί αιώνες της βυζαντινής τέχνης για την Αθήνα. Σχεδόν όλες οι σημαντικές βυζαντινές εκκλησίες γύρω από την Αθήνα χτίστηκαν εκείνη την περίοδο, κάτι που αποδεικνύει και την ανάπτυξη της πόλης. Όμως, η ευημερία της πόλης κράτησε μέχρι το 1204 μ.Χ. όπου κατά την 4η σταυροφορία η Αθήνα κατακτήθηκε από τους Ενετούς. Η πόλη έμεινε κάτω από ξένη κατοχή μέχρι και το 19ο αιώνα με την απελευθέρωση από την τουρκική κατοχή.
Η Αθήνα στην Ενετοκρατία
Από το 1204 έως το 1458, η Αθήνα ήταν υπό την κατοχή των Ενετών. Αρχικά αποτελούσε την πρωτεύουσα του δουκάτου των Αθηνών, μέχρι που η οικογένεια De la Roche των Βουργούνδιων κατέκτησε τη Θήβα και μετέφερε την πρωτεύουσα εκεί. Παρόλα αυτά η Αθήνα παρέμεινε μια σημαντική πόλη, το εκκλησιαστικό κέντρο και η πόλη με το μεγαλύτερο κάστρο του δουκάτου. Το 1311 μ.Χ. η πόλη πέρασε στην κατοχή Καταλανών μέχρι και το 1388 μ.Χ. Τη χρονιά αυτή το δουκάτο έχασε τη Θήβα με αποτέλεσμα η πρωτεύουσα να μεταφερθεί και πάλι στην Αθήνα. Το 1388 ο Nero I Acciajuoli από την Φλωρεντία κατέλαβε την Αθήνα και ανακυρήχθηκε δούκας της πόλης. Οι απόγονοί του κυβέρνησαν την Αθήνα μέχρι το 1458 που την κατέλεβαν οι Τούρκοι.
Η περίοδος των Βουργούδιων
Κατά την περίοδο αυτή ενισχύθηκε η οχύρωση της Ακρόπολης και ένας πύργος με καμπαναριό προστέθηκε στον Παρθενώνα. Οι Βουργούνδιοι οργάνωναν ιπποδρομίες και αγώνες στην Αθήνα. Ήταν αρκετά επηρεασμένοι από την ελληνική κουλτούρα και το νομικό τους σύστημα ήταν ένα μείγμα του αρχαίου ελληνικού πνεύματος και της γαλλικής ευγένειας.
Η περίοδος των Καταλανών
Η περίδος των Καταλανών στην Αθήνα είναι αρκετά ασαφής. Η Αθήνα είχε το δικό της καστιλιανό αρχηγό, ο οποίος ενίσχυσε επιπλέον την οχύρωση της Ακρόπολης, ενώ ιδρύθηκε και αρχιεπισκοπή στην πόλη.
Η περίοδος των Φλωρεντίνων
Οι Φλωρεντίνοι, διεκδικούσαν την πόλη της Αθήνας από τη δημοκρατία της Βενετίας που την είχε υπό την κατοχή της (1395 - 1402 μ.Χ.) και μετά από επτά χρόνια κατάφεραν να την κυριεύσουν.
Η Αθήνα κατά την Τουρκοκρατία
Το 1458 η Αθήνα έπεσε στα χέρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όπως και στην Κωνσταντι-νούπολη, η κατοχή των οθωμανών προκάλεσε αρκετές καταστροφές και λεηλασίες στα αρχαία μνημεία της πόλης, ενώ ο Παρθενώνας είχε μετατραπεί σε τζαμί. Τελικά ο σουλτάνος Μεχμέτ ο 2ος έβγαλε φιρμάνι βάσει του οποίου θα τιμωρούνταν με την ποινή του θανάτου όσοι έκαναν καταστροφές στα μνημεία της πόλης.
Παρά τις προσπάθειες των οθωμανικών αρχών να μετατρέψουν την Αθήνα σε μια επαρχιακή πρωτεύουσα, ο πληθυσμός της πόλης μειωνόταν συνεχώς και τον 17ο αιώνα είχε μετατραπεί σε ένα απλό χωριό. Τον αιώνα αυτό προκλήθηκαν και μεγάλες καταστροφές στην πόλη. Οι Τούρκοι χρησιμοποιώσαν τον Παρθενώνα και τα Προπύλαια της Ακρόπολης ως πυριτιδαποθήκη. Έτσι, το 1640 μ.Χ. μια μεγάλη έκρηξη πυρομαχικών, κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος των Προπυλαίων.
Το 1687 μ.Χ., η Αθήνα δέχτηκε πολιορκία από τους Ενετούς, και οι Τούρκοι διέλυσαν το ναό της Αθηνάς-Νίκης για να οχυρώσουν καλύτερα την Ακρόπολη. Οι κανονιοβολισμοί που δέχτηκε η Ακρόπολη προκάλεσε σοβαρές καταστραφές στον Παρθενώνα, με αποτέλεσμα να έχει την εμφάνιση που βλέπουμε έως σήμερα. Η πολιορκία της Ακρόπολης συνεχιζόταν για έξι μήνες, και μαζί με αυτή και η λεηλασία του Παρθενώνα. Ένα από τα δυτικά αετώματα του Παρθενώνα θα απομακρυνθεί προκαλώντας ακόμα περισσότερες ζημιές στη δομή. Το επόμενο έτος οι τουρκικές δυνάμεις πυρπόλησαν την πόλη. Αρχαία μνημεία καταστράφηκαν για να χρησιμοποιηθεί το υλικό τους για τη δημιουργία νέου τείχους με το οποίο οι Τούρκοι οχύρωσαν την πόλη το 1778 μ.Χ..
Μεταξύ του 1801 και 1805 μ.Χ. ο Λόρδος Έλγιν, ένας Βρετανός κάτοικος της Αθήνας αφαίρεσε ένα μεγάλο αριθμό μαρμάρων και γλυπτών από τον Παρθενώνα μεταξύ των οποίων μία από τις έξι Καρυάτυδες, την επιγραφή των Παναθηναίων κ.α. Συνολικά, πενήντα γλυπτά αφαιρέθηκαν από τον Παρθενώνα και μεταφέρθηκαν στην Αγγλία, ενώ τρία εκ των οποίων αγοράστηκαν από τη Γαλλία.
Το 1822 μ.χ. οι Έλληνες κυρίευσαν την πόλη κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 21, η οποία όμως έπεσε ξανά στα χέρια των Οθωμανών το 1826. Και πάλι τα αρχαία μνημεία υπέστησαν μεγάλες ζημιές. Οι οθωμανικές δυνάμεις παρέμειναν στην πόλη μέχρι το 1833 μ.Χ., όπου αποσύρθηκαν και η Αθήνα επελέγη ως η πρωτεύουσα του νεοσύστατου βασιλείου της Ελλάδας. Την εποχή εκείνη η πόλη ήταν σχεδόν ακατοίκητη, και αποτελείτω από έναν μικρό οικισμό στους πρόποδες της Ακρόπολης, την Πλάκα.
Η σύγχρονη Αθήνα
Το 1832, βασιλιάς της Ελλάδας ανακυρύσσεται ο πρίγκιπας της Βαυαρίας Όθων. Ο Όθωνας, υιοθέτησε την ελληνική ονομασία του ονόματός του και την ελληνική ενδυμασία, μεταφέρει την πρωτεύουσα της Ελλάδας από το Ναύπλιο στην Αθήνα. Το πρώτο σημαντικό έργο που εκτέλεσε ως βασιλιάς ήταν να κάνει λεπτομερή αρχαιολογική έρευνα και τοπογραφικό χάρτη της Αθήνας. Την εποχή εκείνη η Αθήνα είχε πληθυσμό που έφτανε τους 5.000 κατοίκους.
Η Αθήνα επελέγη ως πρωτεύουσα της Ελλάδας για ιστορικούς και συναισθηματικούς λόγους, μιας και δεν ήταν μεγάλη πόλη. Υπήρχαν μόνο μερικά σημαντικά κτίρια από την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και του 18ου αιώνα. Μόλις η πρωτεύουσα εγκαταστάθηκε εκεί, ξεκίνησε η σχεδίαση μιας σύγχρονης πόλης, με την ανέγερση νέων δημόσιων κτηρίων. Η μεγαλύτερη κληρονομία της περιόδου αυτής, είναι η δημιουργία του Πανεπιστημίου Αθηνών (1837), το Παλαιό Βασιλικό Παλάτι (σήμερα το Ελληνικό Κοινοβούλιο Κτίριο) (1843), ο Εθνικός Κήπος (1840), η Βιβλιοθήκη (1842), η Ακαδημία (1885), το Ζάππειο Μέγαρο (1878), το Κτίριο της Παλαιάς Βουλής (1858), το Νέο Βασιλικό Παλάτι (τώρα το Προεδρικό Μέγαρο) (1897) και το Δημαρχείο Αθηνών (1874).
Το 1921 μ.Χ. η Αθήνα θα βιώσει μία μεγάλη πληθυσμιακή έκρηξη καθώς θα φιλοξενήσει τους πρόσφυγες από τον πόλεμο της Μικράς Ασίας με τους Τούρκους. Νέες γειτονιές όπως η Νέα Σμύρνη, η Νέα Ιωνία κ.λπ. θα δημιουργηθούν για να υποδεχτούν τους νέους κατοίκους της πόλης.
Κατά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο η Αθήνα καταλήφθηκε από τους Γερμανούς, και τα τελευταία χρόνια του πολέμου έξησε μια περίοδο τρομερής πείνας και λοιμών. Το 1944 υπήρξε το πεδίο μαχών μεταξύ των ελληνικών κομμουνιστικών δυνάμεων που είχαν πάρει μέρος στην αντίσταση κατά των Γερμανών και των βασιλοφρόνων που υποστηρίζονταν από τους Βρεταννούς.
Μετά από αυτό, η πόλη της Αθήνας και η Ελληνική κυβέρνηση, με τη βοήθεια των κεφαλαίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανέπτυξε ένα σχέδιο δημιουργίας μεγάλων έργων υποδομής στα πλαίσια του οποίου κατασκευάστηκε το νέο διεθνές αεροδρόμιο "Ελ. Βενιζέλος" και το νέο Μετρό. Η πόλη επίσης εφάρμοσε πολιτικές περιορισμού της χρήσης των οχημάτων στο κέντρο της Αθήνας και η κυβέρνηση εφάρμοσε νομοθεσία κινήτρων για την αντικατάσταση παλαιών οχημάτων με σκοπό να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Ως αποτέλεσμα των προσπαθειών αυτών, η Αθήνα διεκδίκησε ξανά και κέρδισε τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Παρά τον σκεπτικισμό από πολλούς παρατηρητές, οι ολυμπιακοί αγώνες γνώρισαν μεγάλη επιτυχία και αύξησαν το διεθνές κύρος της πόλης.